- περισβεννυμι
- περισβέννυμιπερι-σβέννῡμιдосл. гасить кругом, перен. высушивать вокруг
(τὸ αἷμα περισβεννύμενον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ αἷμα περισβεννύμενον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περισβέννυμι — Α 1. σβήνω κάτι γύρω γύρω, σβήνω ολόγυρα 2. μέσ. περισβέννυμαι μτφ. καταπαύω, καταπραΰνω («περισβέννυσθαι δὲ αὐτοῑς τὰς ὁρμάς», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σβέννυμι «σβήνω»] … Dictionary of Greek